codeshare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
codeshare < code + share

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
codeshare codeshares

codeshare (en)

ενεστώτας codeshare
γ΄ ενικό ενεστώτα codeshares
αόριστος codeshared
παθητική μετοχή codeshared
ενεργητική μετοχή codesharing

codeshare (en)

  • αγοράζω χώρο από άλλη αεροπορική εταιρεία με τη μέθοδο του codeshare