continuo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
continuo continuos

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
continuo < (άμεσο δάνειο) ιταλική continuo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

continuo (fr) αρσενικό