correctif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό correctif correctifs
θηλυκό corrective correctives

correctif (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
correctif correctifs

correctif (fr) αρσενικό

  1. ελάττωση
  2. αντίδοτο, αντιστάθμισμα