couchant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]couchant (fr) αρσενικό
Μετοχή
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couchant | couchants |
θηλυκό | couchante | couchantes |
couchant (fr)