couche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: couché

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
couche < culche < coucher

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
couche couches

couche (fr) θηλυκό

  1. το στρώμα
  2. η λοχεία
  3. η πάνα
    je change la couche d'un bébé : αλλάζω την πάνα ενός μωρού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]