crue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
crue crues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crue (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crue crues

crue (fr) θηλυκό