désapprobateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.za.pʁɔ.ba.tœʁ/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désapprobateur | désapprobateurs |
θηλυκό | désapprobatrice | désapprobatrices |
désapprobateur (fr)