distrayant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distrayant | distrayants |
θηλυκό | distrayante | distrayantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]distrayant (fr) αρσενικό
- Un film distrayant. Μια ψυχαγωγική ταινία.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- distractif - distractive
- distraction
- distractivité
- distraire
- distrait - distraite
- distraitement
- distrayant - distrayante