excitant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό excitant excitants
θηλυκό excitante excitantes

excitant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
excitant excitants

excitant (fr) αρσενικό

  1. διεγερτικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη exciter