femina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
femina (ia)
- η γυναίκα
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- femina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁-m̥n-eh₂ < *dʰeh₁(y)-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfeː.mi.na/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
femina (la) θηλυκό
- η γυναίκα
- το θηλυκό
- (γραμματική) το θηλυκό γένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | femina | feminae |
γενική | feminae | feminārum |
δοτική | feminae | feminīs |
αιτιατική | feminam | feminās |
κλητική | femina | feminae |
αφαιρετική | feminā | feminīs |