finale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
finale finales

finale (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

finale (fr)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
finale finali

Ετυμολογία [επεξεργασία]

finale < υστερολατινική finalis < λατινική finis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fiˈna.le/

Επίθετο[επεξεργασία]

finale (it)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

finale (it) αρσενικό

  1. το τέλος
  2. το φινάλε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

finale (it) θηλυκό

  1. (αθλητισμός) ο τελικός
  2. (γλωσσολογία) η κατάληξη

Πηγές[επεξεργασία]