fruitier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

fruitier (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fruitier fruitiers
θηλυκό fruitière fruitières

fruitier (fr)

  1. οπωροφόρος
  2. σχετικός με τα φρούτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fruitier fruitiers

fruitier (fr) αρσενικό

  1. οπωρώνας
  2. δροσερός χώρος ενός σπιτιού όπου διατηρούνται τα φρούτα
  3. οπωροπώλης

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη fruit