gai
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gai (eu)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gai | gais |
θηλυκό | gaie | gaies |
gai (fr)
- χαρούμενος, εύθυμος
- (μεταφορικά) ελαφρά μεθυσμένος
- (προσπάθεια μεταγραφής στα γαλλικά του gay) ομοφυλόφιλος