honor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
honor honors

honor (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας honor
γ΄ ενικό ενεστώτα honors
αόριστος honored
παθητική μετοχή honored
ενεργητική μετοχή honoring

honor (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

honor (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική honor honorēs
γενική honoris honorum
δοτική honorī honoribus
αιτιατική honorem honorēs
κλητική honor honorēs
αφαιρετική honore honoribus
(γ' κλίση)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]