honorable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

honorable (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
honorable honorables

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

honorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αξιότιμος, ερίτιμος
  2. τιμητικός
    (εραλδική) pièce honorable d'un écu - τιμητικό τμήμα ενός οικοσήμου