impatient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός impatient
συγκριτικός more impatient
υπερθετικός most impatient

Ετυμολογία [επεξεργασία]

impatient < παλαιά γαλλική impacient < λατινική impatiens

Επίθετο[επεξεργασία]

impatient (en)

  • ανυπόμονος
    We are impatient to learn the results of the exams.
    Είμαστε ανυπόμονοι να μάθουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
     αντώνυμα: patient

Σύνθετα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impatient impatients
θηλυκό impatiente impatientes

impatient (fr)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]