innocent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός innocent
συγκριτικός more innocent
υπερθετικός most innocent

Επίθετο[επεξεργασία]

innocent (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό innocent innocents
θηλυκό innocente innocentes

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.nɔ.sɑ̃/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

innocent (fr) αρσενικό

  1. αθώος
  2. αγαθός
  3. άκακος