lingua franca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lingua franca (it) θηλυκό (πληθυντικός: ιταλικά lingue franche ή λατινικά: linguae francae
- (κυριολεκτικά) φράγκικη γλώσσα
- κοινή ή Κοινή: γλώσσα που χρησιμοποιείται σε μεγάλη γεωγραφική έκταση ως σύνδεσμος μεταξύ κοινοτήτων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες
- γλώσσα που χρησιμοποιούνταν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα για τις εμπορικές συνδιαλλαγές στα λιμάνια της Μεσογείου
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται ο ιταλικός όρος σε πολλές άλλες γλώσσες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γαλλικά → bichlamar, bêche-de-mer, langue véhiculaire, sabir
- αγγλικά → pidgin, pidgin-english
Πηγές
[επεξεργασία]- lingua franca - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)