lombarda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

lombarda (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lombarda (it) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lomˈbarða/

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
lombarda: bombarda (κατά το bomba)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lombarda (es) θηλυκό

Απόγονοι

[επεξεργασία]

lombarda (ισπανικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: λομπάρδα
νέα ελληνικά: λομπάρδα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

bombarda o lombarda στην ισπανική Βικιπαίδεια 

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
lombarda: θηλυκό του lombardo (Λομβαρδός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lombarda (es) θηλυκό