marié

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Marie, marie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
marié < marier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ʁje/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό marié mariés
θηλυκό mariée mariées

marié (fr)

  1. παντρεμένος
    un homme marié - ένας παντρεμένος άντρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
marié mariés

marié (fr) αρσενικό

  1. ο παντρεμένος
    elle a félicité le marié - συγχάρηκε τον παντρεμένο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]