mie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mie mies

mie (fr) θηλυκό

Επίρρημα[επεξεργασία]

mie (fr)

  1. (παρωχημένο) αρνητικό μόριο, ποτέ
    ne... mie - δεν, μην
     συνώνυμα: pas

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό mio mii
θηλυκό mia mie

mie (it)