mollet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mollet mollets
θηλυκό mollette mollettes

mollet (fr)

Un oeuf mollet : Ένα νερουλό αυγό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mollet mollets

mollet (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]