mordant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mordent

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mordant mordants
θηλυκό mordante mordantes

mordant (fr)

  1. που δαγκώνει
  2. θερμός, ενθουσιώδης, υπερβολικός, τσουχτερός
  3. (μεταφορικά) δηκτικός, τσουχτερός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mordant mordants

mordant (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) ουσία χάρη στην οποία τα χρώματα σταθεροποιούνται πάνω σε ορισμένα υφάσματα
  2. (μεταφορικά) δηκτικότητα
  3. ενθουσιασμός, ζήλος
  4. (μουσική) το μορντάν (ποίκιλμα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]