nazaréen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nazaréen | nazaréens |
θηλυκό | nazaréenne | nazaréennes |
Επίθετο
[επεξεργασία]nazaréen (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nazaréen | nazaréens |
θηλυκό | nazaréenne | nazaréennes |
nazaréen (fr)