obédience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
obédience obédiences

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

obédience (fr) θηλυκό

  1. η υπακοή ή υποταγή (σε κάποιον ανώτερο)
    Une obédience absolue. - Απόλυτη υποταγή.
  2. ο σύνδεσμος ανάμεσα σε μια πολιτική ή θρησκευτική εξουσία και αυτούς που την ακολουθούν, η εξουσία, το πιστεύω
    Pays d'obédience communiste. - Χώρες υπό κομουνιστική εξουσία.
    De stricte obédience. - Με αυστηρή εξουσία.
    Ils sont d'obédience chrétienne. - Έχουν χριστιανικά πιστεύω.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]