obédientielle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- obédientielle < θηλυκό του obédientiel
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
obédientielle | obédientielles |
obédientielle (fr) θηλυκό
- αυτή που αφορά τη θρησκευτική υποταγή σε έναν ανώτερο