olécranien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | olécranien | olécraniens |
θηλυκό | olécranienne | olécraniennes |
Επίθετο
[επεξεργασία]olécranien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | olécranien | olécraniens |
θηλυκό | olécranienne | olécraniennes |
olécranien (fr)