partial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός partial
συγκριτικός more partial
υπερθετικός most partial

Επίθετο

[επεξεργασία]

partial (en)

  1. μερικός, όχι ολοκληρωμένος
    a partial success - μερική επιτυχία
    a partial eclipse of the sun - μερική έκλειψη του ήλιου
  2. μεροληπτικός, μεροληπτώ, προκατειλημμένος
    A judge must never be partial.
    Ο δικαστής δεν πρέπει ποτέ να είναι μεροληπτικός.
    I am partial towards a student.
    Μεροληπτώ υπέρ ενός σπουδαστή.
     συνώνυμα: biased



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό partial partiaux
θηλυκό partiale partiales

Επίθετο

[επεξεργασία]

partial (fr)