praeses
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]praeses αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που κάθεται μπροστά από κάτι
- προστάτης
- φύλακας, φρουρός
- επικεφαλής
- αντιστράτηγος
- έπαρχος