reglio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reglio (it) αρσενικό (πληθυντικός: regli)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]