stream

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stream < μέση αγγλική streem / strem < αγγλοσαξονικά stream < πρωτογερμανική *straumaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srowmos < *srew- (ρέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥεῦμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /striːm/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stream streams

stream (en)

  1. το ρεύμα
  2. (γεωγραφία) το ρυάκι, το ποταμάκι, το ρέμα
    the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού
  3. χείμαρρος
  4. (πληροφορική) ροή δεδομένων (data stream)
    δείτε επίσης: stream (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας stream
γ΄ ενικό ενεστώτα streams
αόριστος streamed
παθητική μετοχή streamed
ενεργητική μετοχή streaming

stream (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρέω, κυλάω, για υγρό ή αέριο που κινείται σε συνεχή ροή, ή κάτι παράγει συνεχή ροή υγρού ή αερίου
    Tears streamed down her cheeks.
    Δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
  2. (αμετάβατο) συρρέω, για ανθρώπους ή πράγματα, μετακινούνται κάπου σε μεγάλους αριθμούς, το ένα μετά το άλλο
    Crowds streamed into the stadium.
    Τα πλήθη συνέρρεαν στο στάδιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]