terrifiant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɛ.ʁi.fjɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | terrifiant | terrifiants |
θηλυκό | terrifiante | terrifiantes |
terrifiant (fr)