tigresse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tigresse < tigridia < λατινική tigris

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tigresse tigresses

tigresse (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η τίγρη, το θηλυκό του τίγρης
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικό όνομα για ένα ζωηρό κορίτσι
  3. (μεταφορικά) πολύ ζηλιάρα και επιθετική γυναίκα

Συγγενικά[επεξεργασία]