vieux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  • ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.