à peine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιρρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

à peine (fr)

  • μόλις, «μόλις και μετά βίας», «ίσα ίσα»