Μετάβαση στο περιεχόμενο

ĉar

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ĉar (eo)

li ĝojas ĉar li trovis sian ŝloŝilon, χαίρεται γιατί βρήκε το κλειδί του