ĉarpentu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ĉarpentu (eo)

  • προστακτική του ρήματος ĉarpenti