İspanyol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /is.pɑnˈjɔɫ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

İspanyol (tr)

  1. (εθνικό όνομα) ο Ισπανός, η Ισπανίδα
  2. ισπανικός (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
    İspanyol kültürü - η ισπανική κουλτούρα

Παράγωγα[επεξεργασία]