ŝanĝiĝanta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
ŝanĝiĝanta
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ŝanĝiĝanta (eo)
- ενεστώτας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος ŝanĝiĝi
ŝanĝiĝanta
ŝanĝiĝanta (eo)