ŝatata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ŝatata

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ŝatata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ŝati