ŝlosu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ŝlosu

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ŝlosu (eo)

  • προστακτική του ρήματος ŝlosi