ŝminkata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ŝminkata

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ŝminkata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ŝminki