ŝparata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ŝparata

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ŝparata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ŝpari