Μετάβαση στο περιεχόμενο

ŝutinta

Από Βικιλεξικό

ŝutinta

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ŝutinta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος ŝuti