δυσβάστακτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# που παρά λίγο να μην μπορέσει κάποιος να το [[αντέχω|αντέχει]], να το υποφέρει
# {{λείπει ο ορισμός}}
#: '''''δυσβάστακτο''' κόστος, '''δυσβάστακτη''' απώλεια''



===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 21:48, 4 Ιουλίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυσβάστακτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δυσβάστακτος

  1. που παρά λίγο να μην μπορέσει κάποιος να το αντέχει, να το υποφέρει
    δυσβάστακτο κόστος, δυσβάστακτη απώλεια

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «δυσβαστακτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'δυσβάστακτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'δυσβάστακτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «δυσβαστακτοσ».