spesso: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:spesso
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
[[de:spesso]]
[[de:spesso]]
[[en:spesso]]
[[en:spesso]]
[[eo:spesso]]
[[es:spesso]]
[[es:spesso]]
[[fr:spesso]]
[[fr:spesso]]

Αναθεώρηση της 18:51, 6 Ιανουαρίου 2017

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

spesso < Πρότυπο:ετυμ la spissus

Επίρρημα

spesso (it)

  1. συχνά