Ενδυμίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ενδυμίων < Ἐνδυμίων
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ενδυμίων αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) γραφή στη νεοελληνική του αρχαιοελληνικού ονόματος Ἐνδυμίων
- ※ Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν | του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν (από το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη, «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος» [1916]).
- ※ Ενδυμίων είναι ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο [Δημήτρης] Γληνός για να υπογράφει, στα φοιτητικά του χρόνια τα χειρόγραφα των λογοτεχνικών, κυρίως, έργων του (σημείωση του επιμελητή Φ. Ηλιού στα Απαντα, τόμ. Α΄, του Δημήτρη Γληνού (Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο, 1983), σ. 510.