Μόρφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μόρφω θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  Ευμορφία