Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μόρφω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μόρφω οι Μόρφες
      γενική της Μόρφως των Μόρφων
    αιτιατική τη Μόρφω τις Μόρφες
     κλητική Μόρφω Μόρφες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μόρφω < Μορφ(ία) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmoɾ.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μόρφω

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μόρφω θηλυκό