Πάσκα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Πάσκα < γενική ενικού του αρσενικού Πάσκας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πάσκα θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Πάσκας)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Πάσκα < Πάσχα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πάσκα ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) άλλη μορφή του Πάσχα