Παπιγγινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παπιγγινός < Πάπιγγ(ον) + -ινός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παπιγγινός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τo Πάπιγγο
Πηγές[επεξεργασία]
- Παπιγγινός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].